Ευρωπαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ευρωπαίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Εὐρωπαῖος < αρχαία ελληνική Εὐρώπη[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vɾoˈpe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐ρω‐παί‐ος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ευρωπαίος αρσενικό (θηλυκό Ευρωπαία)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Ευρώπη ή κατοικεί εκεί
- (αστρονομία) ο αστεροειδής 8968
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ευρωπαία
- ευρωπαϊκός
- → και δείτε τη λέξη Ευρώπη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ευρωπαίος
- ↑ Ευρωπαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας