↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστεροειδής η αστεροειδής το αστεροειδές
      γενική του αστεροειδούς* της αστεροειδούς του αστεροειδούς
    αιτιατική τον αστεροειδή την αστεροειδή το αστεροειδές
     κλητική αστεροειδή(ς) αστεροειδής αστεροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστεροειδείς οι αστεροειδείς τα αστεροειδή
      γενική των αστεροειδών των αστεροειδών των αστεροειδών
    αιτιατική τους αστεροειδείς τις αστεροειδείς τα αστεροειδή
     κλητική αστεροειδείς αστεροειδείς αστεροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελληνιστική λέξη ἀστεροειδής < από το ἀστέριον (υποκοριστικό του αρχαίου ἀστήρ) + επίθημα -ειδής: που μοιάζει με αστέρα.

  Επίθετο

επεξεργασία

αστεροειδής, -ής, -ές

αστεροειδής διάταξη δικτύου

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αστεροειδής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία