λεπτούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτούλι < λεπτό + υποκοριστικό επίθημα -ούλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεπτούλι ουδέτερο
- υποκοριστικό του λεπτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτούλι
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλεπτούλι
- άλλη μορφή του λεπτούλικο