Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκάλεπτος η δεκάλεπτη το δεκάλεπτο
      γενική του δεκάλεπτου της δεκάλεπτης του δεκάλεπτου
    αιτιατική τον δεκάλεπτο τη δεκάλεπτη το δεκάλεπτο
     κλητική δεκάλεπτε δεκάλεπτη δεκάλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκάλεπτοι οι δεκάλεπτες τα δεκάλεπτα
      γενική των δεκάλεπτων των δεκάλεπτων των δεκάλεπτων
    αιτιατική τους δεκάλεπτους τις δεκάλεπτες τα δεκάλεπτα
     κλητική δεκάλεπτοι δεκάλεπτες δεκάλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκάλεπτος < δεκά- + λεπτ(ό) + -ος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðeˈka.le.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐κά‐λε‐πτος

  Επίθετο επεξεργασία

δεκάλεπτος, -η, -ο

  1. που διαρκεί δέκα λεπτά
    δεκάλεπτο διάλειμμα
  2. που έχει χρηματική αξία δέκα λεπτών (σεντ)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία