ten
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαten (en) (τεν)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ten | tens |
ten (en)
- η δεκάδα, σύνολο από δέκα όμοια στοιχεία
- ↪ tens of thousands - δεκάδες χιλιάδες
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 209. ISBN 9780194325684., λήμμα: δεκάδα
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- wobec tego: εξαιτίας αυτού, επομένως
- kto szuka, ten znajdzie: όποιος ψάχνει, βρίσκει
- ten sam: αυτός ο ίδιος
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαten (cs)
Εκφράσεις
επεξεργασία- ten samý: αυτός ο ίδιος