εφτάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εφτάχρονος < ελληνιστική κοινή ἑπτάχρονος. Μορφολογικά αναλύεται σε εφτά + -χρονος
Επίθετο
επεξεργασία
εφτάχρονος, -η, -ο
- άλλη μορφή του επταετής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφτάχρονος
|