↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκατριάχρονος η δεκατριάχρονη το δεκατριάχρονο
      γενική του δεκατριάχρονου της δεκατριάχρονης του δεκατριάχρονου
    αιτιατική τον δεκατριάχρονο τη δεκατριάχρονη το δεκατριάχρονο
     κλητική δεκατριάχρονε δεκατριάχρονη δεκατριάχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκατριάχρονοι οι δεκατριάχρονες τα δεκατριάχρονα
      γενική των δεκατριάχρονων των δεκατριάχρονων των δεκατριάχρονων
    αιτιατική τους δεκατριάχρονους τις δεκατριάχρονες τα δεκατριάχρονα
     κλητική δεκατριάχρονοι δεκατριάχρονες δεκατριάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκατριάχρονος < δεκατρία + -χρονος

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκατριάχρονος, -η, -ο

  1. που είναι δεκατριών χρονών
  2. που διαρκεί δεκατρία χρόνια

Συγγενικά

επεξεργασία

δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος δεκαεξάχρονος δεκαεπτάχρονος δεκαοκτάχρονος δεκαεννιάχρονος εικοσάχρονος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία