δεκατρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαδεκατρία
- το απόλυτο αριθμητικό (13) που ακολουθεί το δώδεκα και προηγείται του δεκατέσσερα
Παράγωγα
επεξεργασίααριθμητικά | |
απόλυτο: | δεκατρία |
ψηφίο: | δεκατριάρι |
τακτικό: | δέκατος τρίτος |
πολλαπλασιαστικό: | |
αναλογικό: | |
περιληπτικό: | δεκατριάδα, δεκατριαριά |
επίρρημα: | δεκατριάκις |
πρόθημα: | δεκατρια- |
χρονικά | |
λεπτά: | δεκατριάλεπτο |
ώρες: | |
ημέρες: | δεκατριήμερο |
μήνες: | δεκατριάμηνο |
έτη: | δεκατριετία |
διάρκεια: | δεκατριαετής, δεκατριαετές - δεκατριάχρονος, δεκατριάχρονη, δεκατριάχρονο |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεκατρία ουδέτερο
- ό,τι φέρει ως σήμανση αυτόν τον αριθμό (δωμάτιο, κτίριο, ταμείο, κλπ.)
- έφυγαν οι πελάτες από το δεκατρία;
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δεκατρία
|