Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκατέσσερα < (ελληνιστική κοινή) δεκατέσσαρες

  Αριθμητικό

επεξεργασία

δεκατέσσερα ουδέτερο, δεκατέσσερις αρσενικό ή θηλυκό, γενική: δεκατεσσάρων

Παράγωγα

επεξεργασία
αριθμητικά
απόλυτο: δεκατέσσερα, δεκατέσσερις
ψηφίο: δεκατεσσάρι
τακτικό: δέκατος τέταρτος
πολλαπλασιαστικό:  δεκατετραπλός
αναλογικό: δεκατετραπλάσιος
περιληπτικό: δεκατετράδα, δεκατετραριά  
επίρρημα: δεκατετράκις
πρόθημα: δεκατετρα-
 
χρονικά
λεπτά: δεκατετράλεπτο
ώρες: δεκατετράωρο
ημέρες: δεκατετραήμερο
μήνες: δεκατετράμηνο
έτη: δεκατετραετία
διάρκεια: δεκατετραετής, δεκατετραετές - δεκατετράχρονος, δεκατετράχρονη, δεκατετράχρονο  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεκατέσσερα ουδέτερο άκλιτο

  1. σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
  2. οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 14
  3. (στον πληθυντικό) για να δηλωθεί ηλικία
    στα δεκατέσσερά του πήρε μέρος στους πανελλήνιους αγώνες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία