δεκατριάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεκατριάδα < δεκατρία + -άδα, (< αρχαία ελληνική: -άς -άδος), ή δέκα + τριάδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεκατριάδα θηλυκό (αριθμητικό - περιληπτικό)
- σύνολο, υποσύνολο, ή ενότητα δεκατριών μονάδων (προσώπων, πραγμάτων ή συναφών εννοιών)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεκατριάδα
|