Επίθετο

επεξεργασία

ternary (en)

  1. τριαδικός, τετραμερής
  2. (μαθηματικά) αυτός που έχει τρεις μεταβλητές τιμές

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ternary στην αγγλική Βικιπαίδεια