Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

uni- + lateral

  Προφορά επεξεργασία

/juːnɪˈlat(ə)r(ə)l/ || \ˌyü-ni-ˈla-tə-rəl, -ˈla-trəl\

  Επίθετο επεξεργασία

unilateral (en)