Δείτε επίσης: μονομερής, μονομελικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονομελής η μονομελής το μονομελές
      γενική του μονομελούς* της μονομελούς του μονομελούς
    αιτιατική τον μονομελή τη μονομελή το μονομελές
     κλητική μονομελή(ς) μονομελής μονομελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονομελείς οι μονομελείς τα μονομελή
      γενική των μονομελών των μονομελών των μονομελών
    αιτιατική τους μονομελείς τις μονομελείς τα μονομελή
     κλητική μονομελείς μονομελείς μονομελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονομελής < αρχαία ελληνική μονομελής < μόνος + μέλος, μορφολογικά αναλύεται μονο- + -μελής

  Επίθετο

επεξεργασία

μονομελής

  1. που αποτελείται από ένα μέλος
    ※  Η πρωτοβάθμια μονομελής πειθαρχική επιτροπή της Super League ανακοίνωσε την ποινή της για τα γεγονότα στο παιχνίδι ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον Ιωνικό. Οι πράσινοι τιμωρήθηκαν με δύο αγωνιστικές κεκλεισμένων των θυρών και πρόστιμο 70.000 ευρώ. Η ποινή να σημειωθεί πως είναι εφέσιμη. (*)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μονομελές

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία