αντικειμενικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικειμενικότητα < αντικειμενικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικειμενικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αντικειμενικού, το να είναι κάποιος αντικειμενικός
- (κατ’ επέκταση) αμεροληψία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντικειμενικός και κείμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικειμενικότητα