αμεροληψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμεροληψία θηλυκό
- το να είναι κανείς αμερόληπτος, να αποφασίζει ανεπηρέαστος και με αντικειμενικό τρόπο για κάτι
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αμερόληπτος
- αμεροληπτώ
- → δείτε τις λέξεις μέρος και λαμβάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμεροληψία