Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμεροληψία οι αμεροληψίες
      γενική της αμεροληψίας των αμεροληψιών
    αιτιατική την αμεροληψία τις αμεροληψίες
     κλητική αμεροληψία αμεροληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμεροληψία < α- + μεροληψία < α- + μέρος + -ληψία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμεροληψία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία