αμεροληπτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααμεροληπτώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμεροληπτώ | αμεροληπτούσα | θα αμεροληπτώ | να αμεροληπτώ | αμεροληπτώντας | |
β' ενικ. | αμεροληπτείς | αμεροληπτούσες | θα αμεροληπτείς | να αμεροληπτείς | (αμερολήπτει) | |
γ' ενικ. | αμεροληπτεί | αμεροληπτούσε | θα αμεροληπτεί | να αμεροληπτεί | ||
α' πληθ. | αμεροληπτούμε | αμεροληπτούσαμε | θα αμεροληπτούμε | να αμεροληπτούμε | ||
β' πληθ. | αμεροληπτείτε | αμεροληπτούσατε | θα αμεροληπτείτε | να αμεροληπτείτε | αμεροληπτείτε | |
γ' πληθ. | αμεροληπτούν(ε) | αμεροληπτούσαν(ε) | θα αμεροληπτούν(ε) | να αμεροληπτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμερολήπτησα | θα αμεροληπτήσω | να αμεροληπτήσω | αμεροληπτήσει | ||
β' ενικ. | αμερολήπτησες | θα αμεροληπτήσεις | να αμεροληπτήσεις | αμερολήπτησε | ||
γ' ενικ. | αμερολήπτησε | θα αμεροληπτήσει | να αμεροληπτήσει | |||
α' πληθ. | αμεροληπτήσαμε | θα αμεροληπτήσουμε | να αμεροληπτήσουμε | |||
β' πληθ. | αμεροληπτήσατε | θα αμεροληπτήσετε | να αμεροληπτήσετε | αμεροληπτήστε | ||
γ' πληθ. | αμερολήπτησαν αμεροληπτήσαν(ε) |
θα αμεροληπτήσουν(ε) | να αμεροληπτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμεροληπτήσει | είχα αμεροληπτήσει | θα έχω αμεροληπτήσει | να έχω αμεροληπτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμεροληπτήσει | είχες αμεροληπτήσει | θα έχεις αμεροληπτήσει | να έχεις αμεροληπτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμεροληπτήσει | είχε αμεροληπτήσει | θα έχει αμεροληπτήσει | να έχει αμεροληπτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμεροληπτήσει | είχαμε αμεροληπτήσει | θα έχουμε αμεροληπτήσει | να έχουμε αμεροληπτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμεροληπτήσει | είχατε αμεροληπτήσει | θα έχετε αμεροληπτήσει | να έχετε αμεροληπτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμεροληπτήσει | είχαν αμεροληπτήσει | θα έχουν αμεροληπτήσει | να έχουν αμεροληπτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμεροληπτώ
|