affix
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | affix |
γ΄ ενικό ενεστώτα | affixes |
αόριστος | affixed |
παθητική μετοχή | affixed |
ενεργητική μετοχή | affixing |
affix (en)
ενεστώτας | affix |
γ΄ ενικό ενεστώτα | affixes |
αόριστος | affixed |
παθητική μετοχή | affixed |
ενεργητική μετοχή | affixing |
affix (en)