Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσαρτώμαι < παθητική φωνή του ρήματος προσαρτώ

  Ρήμα επεξεργασία

προσαρτώμαι

  1. (για κράτη) τίθεμαι υπό την κυριαρχία ενός άλλου κράτους
  2. επισυνάπτομαι, προστίθεμαι σε κάτι σχετικό

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία