Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

appendix (en)

  1. παράρτημα, κείμενο στο τέλος βιβλίου ή άρθρου που περιέχει κάτι σημαντικό, όχι όμως άμεσα σχετικό με το κυρίως περιεχόμενο του βιβλίου
  2. η σκωληκοειδής απόφυση
     συνώνυμα: vermiform appendix

Σημειώσεις επεξεργασία

Ο πληθυντικός της λέξης για τη σημασία "παράρτημα" είναι appendices, ενώ για τη σημασία "σκωληκοειδής απόφυση" είναι appendixes.

Συγγενικά επεξεργασία