σκωληκοειδής απόφυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκωληκοειδής απόφυση < σκωληκοειδής + απόφυση
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασκωληκοειδής απόφυση θηλυκό
- (ιατρική) μια τυφλή απόφυση του παχέος εντέρου που μερικές φορές φλεγμαίνει και απαιτεί χειρουργική επέμβαση, για να μην προκληθεί περιτονίτιδα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκωληκοειδής απόφυση