απόφυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόφυση | οι | αποφύσεις |
γενική | της | απόφυσης* | των | αποφύσεων |
αιτιατική | την | απόφυση | τις | αποφύσεις |
κλητική | απόφυση | αποφύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόφυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόφυσις < ἀποφύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.fi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐φυ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόφυση θηλυκό
- (ανατομία) οποιαδήποτε προεκβολή από το σώμα οποιουδήποτε ζώου, π.χ. άκρα, ουρά, κεραίες κ.λπ. φυσιολογικό, μη ανώμαλο εξόγκωμα οστού ή οργάνου του σώματος
- ⮡ σκωληκοειδής απόφυση, στυλοειδής απόφυση της ωλένης