principal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | principal |
συγκριτικός | more principal |
υπερθετικός | most principal |
principal (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
principal | principals |
principal (en)
- (αμερικανικά αγγλικά, επάγγελμα) ο διευθυντής, ένας δάσκαλος που είναι υπεύθυνος ενός σχολείου
- ⮡ the principal of a school - ο διευθυντής ενός σχολείου
- ⮡ The students were intimidated by the principal’s stern demeanor.
- Οι μαθητές ήταν πτοημένοι από την αυστηρή στάση του διευθυντή.
- ⮡ the middle school principal - ο γυμνασιάρχης
- ≈ συνώνυμα: head teacher (βρετανικά αγγλικά)
Πηγές
επεξεργασία- principal (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- principal (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 236, 488. ISBN 9780194325684., λήμμα: διευθυντής, κύριος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | principal | principaux |
θηλυκό | principale | principales |
principal (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
principal | principaux |
principal (fr) αρσενικό
- (Γαλλία) ο γυμνασιάρχης