Δείτε επίσης: γυμνασίαρχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γυμνασιάρχης οι γυμνασιάρχες
      γενική του
του/της
γυμνασιάρχη
γυμνασιάρχου
των γυμνασιαρχών
    αιτιατική τον/τη γυμνασιάρχη τους/τις γυμνασιάρχες
     κλητική γυμνασιάρχη
(γυμνασιάρχα)
γυμνασιάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνασιάρχης < γυμνάσι(ο) + -άρχης (κατά την αρχαία ελληνική γυμνασιάρχης < γυμνάσιον + ἄρχω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝi.mna.siˈaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνα‐σι‐άρ‐χης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνασιάρχης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και γυμνασιάρχισσα, γυμνασιαρχίνα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία