Δείτε επίσης: γυμνασιάρχης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυμνασίαρχος οι γυμνασίαρχοι
      γενική του γυμνασίαρχου
γυμνασιάρχου
των γυμνασίαρχων
γυμνασιάρχων
    αιτιατική τον γυμνασίαρχο τους γυμνασίαρχους
γυμνασιάρχους
     κλητική γυμνασίαρχε γυμνασίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμνασίαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυμνασίαρχος[1] < γυμνάσιον + ἄρχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝi.mnaˈsi.aɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνα‐σί‐αρ‐χος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμνασίαρχος αρσενικό

  1. επόπτης ενός γυμναστηρίου
  2. (αθλητισμός) επόπτης σε αθλητικούς αγώνες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γυμνασίαρχος οἱ γυμνασίαρχοι
      γενική τοῦ γυμνασιάρχου τῶν γυμνασιάρχων
      δοτική τῷ γυμνασιάρχ τοῖς γυμνασιάρχοις
    αιτιατική τὸν γυμνασίαρχον τοὺς γυμνασιάρχους
     κλητική ! γυμνασίαρχε γυμνασίαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμνασιάρχω
γεν-δοτ τοῖν  γυμνασιάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμνασίαρχος < γυμνάσιον + -αρχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμνασίαρχος αρσενικό