γυμνασίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυμνασίαρχος | οι | γυμνασίαρχοι |
γενική | του | γυμνασίαρχου & γυμνασιάρχου |
των | γυμνασίαρχων & γυμνασιάρχων |
αιτιατική | τον | γυμνασίαρχο | τους | γυμνασίαρχους & γυμνασιάρχους |
κλητική | γυμνασίαρχε | γυμνασίαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γυμνασίαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυμνασίαρχος[1] < γυμνάσιον + ἄρχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝi.mnaˈsi.aɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐μνα‐σί‐αρ‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυμνασίαρχος αρσενικό
- επόπτης ενός γυμναστηρίου
- (αθλητισμός) επόπτης σε αθλητικούς αγώνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυμνασίαρχος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γυμνασίαρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γυμνασίαρχος | οἱ | γυμνασίαρχοι |
γενική | τοῦ | γυμνασιάρχου | τῶν | γυμνασιάρχων |
δοτική | τῷ | γυμνασιάρχῳ | τοῖς | γυμνασιάρχοις |
αιτιατική | τὸν | γυμνασίαρχον | τοὺς | γυμνασιάρχους |
κλητική ὦ! | γυμνασίαρχε | γυμνασίαρχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυμνασιάρχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γυμνασιάρχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγυμνασίαρχος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- γυμνασίαρχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.