Δείτε επίσης: γυμνασιάρχης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυμνασίαρχος οι γυμνασίαρχοι
      γενική του γυμνασίαρχου
& γυμνασιάρχου
των γυμνασίαρχων
& γυμνασιάρχων
    αιτιατική τον γυμνασίαρχο τους γυμνασίαρχους
& γυμνασιάρχους
     κλητική γυμνασίαρχε γυμνασίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝi.mnaˈsi.aɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυμνασίαρχος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμνασίαρχος αρσενικό

  1. επόπτης ενός γυμναστηρίου
  2. (αθλητισμός) επόπτης σε αθλητικούς αγώνες

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία