δοῦλος
Ετυμολογία
επεξεργασία- δοῦλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δοῦλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοῦλος και βοῦλος (θηλυκό δούλη)
- υπηρέτης, δούλος
- σε έκφραση ως φιλοφρόνηση σε επίσημα πρόσωπα
- ⮡ τῆς πανιερότητός σου δοῦλος
- ※ 15ος αιώνας, ⌘ Γεώργιος Χοῦμνος, H Kοσμογέννησις, στίχ.1111
- πόθεν ἤλθετε σ’ ἐμέν τ’ ἀδυναμάρι, στὸν δοῦλον σας …;
- ευσεβής πιστός στο θεό
- ※ 15ος αιώνας, ⌘ Γεώργιος Χοῦμνος, H Kοσμογέννησις, §Η θυσία του Αβραάμ στίχ.1264 (1261-1264) - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «Ἰδοὺ τὰ ξύλα καὶ τὸ πῦρ, τὰ μέλλει διὰ νὰ πιάσης,
μὰ πὄν’ αὐτὸ τὸ πρόβατον, τὸ θὲς νὰ θυσιάσης;».
«Ὁ Θεὸς ἐμᾶς, παιδάκι μου, πρόβατον θέλει στείλει,
αὐτὸ νὰ θυσιάσωμεν ὡς δοῦλοι του καὶ φίλοι».
- υποτελής, υπήκοος
- (μεταφορικά) που κατέχεται από ένα πάθος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
δουλ-
δουλ-
δουλο- (μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις)
- ἁγιόδουλος
- ἀδουλεί
- ἀδούλης
- ἀδουλόνους
- ἀδουλοσύνη
- ἀδουλόσυνος
- ἀδούλωτος
- ἀείδουλος
- ἀκαταδούλευτος
- ἀκαταδουλώτως
- ἀναδουλόω
- ἀκαταδούλωτος
- ἀναδούλωσις
- ἀνακτόδουλος
- ἀντιδουλεία
- ἀποδούλη
- ἀπόδουλος
- ἀποδουλώνω
- ἀργοδουλάτα
- ἀργυρόδουλος
- ἀρτίδουλος
- αὐτοδουλόομαι
- ἀχρηστόδουλος
- γαστροδουλία
- διαδουλώνω
- δουλαγωγητής
- δουλαγωγέω, δουλαγωγῶ
- δουλαγωγία
- δουλεία, δουλειά
- Δουλειανοί
- δούλεμα
- δουλεπτής
- δούλευμα
- δούλευσις, δούλευση
- δουλευτής
- δουλευτικός
- δουλευτοπάροικος
- δουλευτός
- δουλεύτρια, δουλεύτρα
- δουλεύω, δουλεύγω
- δούλεψις, δούλεψη
- δουλέω
- δούλη
- δουλίδα
- δουλίδιον
- δουλιδίς
- δουλικά (επίρρημα)
- δουλίκιον
- δουλικός
- δουλικῶς (επίρρημα)
- δουλίς
- δουλίσκη
- δουλογαμία
- δουλογάμος
- δουλογάστριος
- δουλογενής
- δουλογέννητος
- δουλογραφεῖον
- δουλογραφία
- δουλογραφέω δουλογραφῶ
- δουλοκερδοτρόπως
- δουλοκρατία
- δουλοκτησία
- δουλομίκτης
- δουλομιξία
- δουλομορφικός
- δουλόμορφος
- δουλομόρφως
- δουλομορφωτικός
- δουλοπάθεια
- δουλοπαθής
- δουλόπαις
- δουλοπάροικος
- δουλοποιός
- δουλοπρεπῶς
- δουλουργός
- δουλόσπορος
- δουλοσύνη
- δουλόσυνος
- δουλότης
- δουλοτόκος
- δουλότροπος
- δουλοφρονέω
- δουλοφροσύνη
- δουλόφρων
- δουλοχάρτιν
- δουλώνω
- δουλωτικά
- δουλωτικός
- δουλωτικῶς
- ἐδουλοκαταδούλευτα
- ἐθελοδουλία
- ἐθελοκαταδούλευτα
- εἰδωλόδουλος
- εἰσδουλεύω
- ἐκδούλευσις, ἐξεδούλευσις
- ἐκδουλεύω, ἐξεδουλεύω, ξεδουλεύω
- ἐκδουλόω
- ἐκδουλώνω, ξεδουλώνω
- ἐπιδουλεύω
- ἐρωτοδουλεία
- εὐδουλία
- εὐδούλευτος
- θεοδουλία
- θεόδουλος
- ἰσοδουλικός
- ἰσόδουλος
- κακοδουλεία
- καταδουλαγωγέω
- καταδουλειά
- καταδουλογραφῶ
- καταδούλιος
- καταδουλώνω
- κοιλιοδουλειά
- κοιλιοδουλία
- κοιλιόδουλος
- κτημοδουλοσύνη
- λιζιοερωτόδουλος, λιζοερωτόδουλος
- μεταδουλεύω, μεταδουλεύω
- μητρόδουλος
- μικρόδουλος
- μισόδουλος
- μοιχοπαιδοδουλοσκανδαλεργάτης
- ξεδουλεύω
- ξεδουλώνω
- ὀλιγοδούλης
- ὀλιγόδουλος
- ὁμόδουλος
- ὁμοδούλως
- ὁμοιόδουλος
- ὀφθαλμόδουλος
- ὀχλόδουλος
- ὀψόδουλος
- παθοδουλεία
- παντόδουλος
- πολυδουλεία
- προδούλειος
- προδουλόω
- προσδουλόω
Πηγές
επεξεργασία- δοῦλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοῦλος < (άμεσο δάνειο) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος).[1] Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀈𐀁𐀫 (do-e-ro) *δόε‑λος, πιθανό λυδικό ή καρικό δάνειο[2]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δοῦλος | ἡ | δούλη | τὸ | δοῦλον |
γενική | τοῦ | δούλου | τῆς | δούλης | τοῦ | δούλου |
δοτική | τῷ | δούλῳ | τῇ | δούλῃ | τῷ | δούλῳ |
αιτιατική | τὸν | δοῦλον | τὴν | δούλην | τὸ | δοῦλον |
κλητική ὦ! | δοῦλε | δούλη | δοῦλον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | δοῦλοι | αἱ | δοῦλαι | τὰ | δοῦλᾰ |
γενική | τῶν | δούλων | τῶν | δούλων | τῶν | δούλων |
δοτική | τοῖς | δούλοις | ταῖς | δούλαις | τοῖς | δούλοις |
αιτιατική | τοὺς | δούλους | τὰς | δούλᾱς | τὰ | δοῦλᾰ |
κλητική ὦ! | δοῦλοι | δοῦλαι | δοῦλᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δούλω | τὼ | δούλᾱ | τὼ | δούλω |
γεν-δοτ | τοῖν | δούλοιν | τοῖν | δούλαιν | τοῖν | δούλοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «πρῶτος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
δοῦλος, -η, -ον
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δοῦλος | οἱ | δοῦλοι |
γενική | τοῦ | δούλου | τῶν | δούλων |
δοτική | τῷ | δούλῳ | τοῖς | δούλοις |
αιτιατική | τὸν | δοῦλον | τοὺς | δούλους |
κλητική ὦ! | δοῦλε | δοῦλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δούλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δούλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
δοῦλος αρσενικό (θηλυκό δούλη)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- η λέξη σήμαινε, κυρίως, το άτομο που δεν έχει δική του γη και όχι εκείνον που είχε αιχμαλωτισθεί για να εργάζεται σαν δούλος τον οποίο ονόμαζαν ανδράποδο
Συγγενικά
επεξεργασία- δουλεία
- δουλεύω
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις δουλ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Rafał Rosół, Frühe Semitische Lehnwörter im Griechischen, Peter Lang, Φραγκφούρτη, 2013, σελ. 18.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ δοῦλος#Pronunciation στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- δοῦλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοῦλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.