κοιλιόδουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακοιλιόδουλος, -η, -ο
- ο υπερβολικά λαίμαργος
- ※ Ὁ κοπετὸς κι' ὁ μόχθος τοὺς ἔγινε συνήθεια,
- παχαίνουν κοιλιόδουλοι,
- καὶ σέρνουν ξεμαλλιάρα στοὺς δρόμους τὴν Ἀλήθεια
- ρακένδυτοι Μπερτόδουλοι.
- (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, Μέρος Δ', τέλος 19ου - αρχές 20 αιώνα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοιλιόδουλος
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοιλιόδουλος < κοιλία + δοῦλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίακοιλιόδουλος, -ος, -ο
- ο υπερβολικά λαίμαργος
- ※ Χαίρει Ἰουδαῖος Σαββάτῳ καὶ ἑορτῇ· μοναχὸς γαστρίμαργος Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ· πρὸ χρόνου τὸ Πάσχα ψηφίζει, καὶ πρὸ ἡμερῶν τὰ ἐδέσματα εὐτρεπίζει. Ψηφίζει κοιλιόδουλος ἐν ποίοις βρώμασιν ἑορτάσει· ὁ δὲ θεόδουλος ἐν ποίοις χαρίσμασιν πλουτήσει. (Ιωάννης της Κλίμακος, λόγος ΙΔ΄, 6ος-7ος αιώνας)
Πηγές
επεξεργασία- κοιλιόδουλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.