Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρακένδυτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρακένδυτ
ος
η
ρακένδυτ
η
το
ρακένδυτ
ο
γενική
του
ρακένδυτ
ου
της
ρακένδυτ
ης
του
ρακένδυτ
ου
αιτιατική
τον
ρακένδυτ
ο
τη
ρακένδυτ
η
το
ρακένδυτ
ο
κλητική
ρακένδυτ
ε
ρακένδυτ
η
ρακένδυτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρακένδυτ
οι
οι
ρακένδυτ
ες
τα
ρακένδυτ
α
γενική
των
ρακένδυτ
ων
των
ρακένδυτ
ων
των
ρακένδυτ
ων
αιτιατική
τους
ρακένδυτ
ους
τις
ρακένδυτ
ες
τα
ρακένδυτ
α
κλητική
ρακένδυτ
οι
ρακένδυτ
ες
ρακένδυτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρακένδυτος
<
ράκος
+
ἐνδυτός
Επίθετο
επεξεργασία
ρακένδυτος, -η, -ο
που είναι
ντυμένος
με
ράκη
(
κουρέλια
), ο
κουρελής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρακένδυτος
γαλλικά
: en
guenilles
(fr)
,
déguenillé
(fr)
,
loqueteux
(fr)
τσεχικά
:
otrhanec
(cs)
,
hadrář
(cs)