loqueteux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nerveux | nerveux |
θηλυκό | nerveuse | nerveuses |
loqueteux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nerveux | nerveux |
θηλυκό | nerveuse | nerveuses |
loqueteux (fr)