nerveux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nerveux < μέση γαλλική nerfveux < παλαιά γαλλική nerveus < λατινική nervosus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nerveux | nerveux |
θηλυκό | nerveuse | nerveuses |
nerveux (fr)