κοπετός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοπετός | οι | κοπετοί |
γενική | του | κοπετού | των | κοπετών |
αιτιατική | τον | κοπετό | τους | κοπετούς |
κλητική | κοπετέ | κοπετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοπετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοπετός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.peˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐πε‐τός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπετός αρσενικό
- οδυρμός, ο θρήνος κάποιου που κλαίει χτυπώντας με τα χέρια το στήθος του
- ※ […] ανήλθεν εις τους οφθαλμούς η πλημμύρα της λύπης μου, και με κατέλαβε θρήνος και κοπετός, και έχυσα πύρινα δάκρυα. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοπετός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοπετός | οἱ | κοπετοί |
γενική | τοῦ | κοπετοῦ | τῶν | κοπετῶν |
δοτική | τῷ | κοπετῷ | τοῖς | κοπετοῖς |
αιτιατική | τὸν | κοπετόν | τοὺς | κοπετούς |
κλητική ὦ! | κοπετέ | κοπετοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοπετώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοπετοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
κοπετός < (κόπτω) κοπ- + -ετός[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπετός αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- κοπετός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοπετός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.