↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στηθοκόπημα τα στηθοκοπήματα
      γενική του στηθοκοπήματος των στηθοκοπημάτων
    αιτιατική το στηθοκόπημα τα στηθοκοπήματα
     κλητική στηθοκόπημα στηθοκοπήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στηθοκόπημα < στηθοκοπιέμαι + -ημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στηθοκόπημα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία