ξεμαλλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξεμαλλιάρης | η | ξεμαλλιάρα | το | ξεμαλλιάρικο |
γενική | του | ξεμαλλιάρη | της | ξεμαλλιάρας | του | ξεμαλλιάρικου |
αιτιατική | τον | ξεμαλλιάρη | την | ξεμαλλιάρα | το | ξεμαλλιάρικο |
κλητική | ξεμαλλιάρη | ξεμαλλιάρα | ξεμαλλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξεμαλλιάρηδες | οι | ξεμαλλιάρες | τα | ξεμαλλιάρικα |
γενική | των | ξεμαλλιάρηδων | — | των | ξεμαλλιάρικων | |
αιτιατική | τους | ξεμαλλιάρηδες | τις | ξεμαλλιάρες | τα | ξεμαλλιάρικα |
κλητική | ξεμαλλιάρηδες | ξεμαλλιάρες | ξεμαλλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξεμαλλιάρης < ξεμαλλιάζω
Επίθετο
επεξεργασίαξεμαλλιάρης
- (λαϊκότροπο) ο αναμαλλιασμένος, ο ξεμαλλιασμένος
- ※ Ὁ κοπετὸς κι' ὁ μόχθος τοὺς ἔγινε συνήθεια,
- παχαίνουν κοιλιόδουλοι,
- καὶ σέρνουν ξεμαλλιάρα στοὺς δρόμους τὴν Ἀλήθεια
- ρακένδυτοι Μπερτόδουλοι.
- (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, Μέρος Δ', τέλος 19ου - αρχές 20 αιώνα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεμαλλιάρης
|