Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμαλλιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμαλλιάζω

  1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά πάνω σε καβγά, σαν να θέλω να του τα ξεριζώσω
  2. ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, του χαλάω το χτένισμα


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία