Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμαλλιάζω < λείπει η ετυμολογία

ξεμαλλιάζω

  1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά πάνω σε καβγά, σαν να θέλω να του τα ξεριζώσω
  2. ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, του χαλάω το χτένισμα


  Μεταφράσεις

επεξεργασία