Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμαλλιασμένος η ξεμαλλιασμένη το ξεμαλλιασμένο
      γενική του ξεμαλλιασμένου της ξεμαλλιασμένης του ξεμαλλιασμένου
    αιτιατική τον ξεμαλλιασμένο την ξεμαλλιασμένη το ξεμαλλιασμένο
     κλητική ξεμαλλιασμένε ξεμαλλιασμένη ξεμαλλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμαλλιασμένοι οι ξεμαλλιασμένες τα ξεμαλλιασμένα
      γενική των ξεμαλλιασμένων των ξεμαλλιασμένων των ξεμαλλιασμένων
    αιτιατική τους ξεμαλλιασμένους τις ξεμαλλιασμένες τα ξεμαλλιασμένα
     κλητική ξεμαλλιασμένοι ξεμαλλιασμένες ξεμαλλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.ma.ʎaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐μαλ‐λια‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ξεμαλλιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία