ξεμαλλιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.ma.ʎaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐μαλ‐λια‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
ξεμαλλιασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεμαλλιάζω
- που τον έχουν ξεμαλλιάσει, όπως σε καβγά
- αχτένιστος
- → και δείτε τη λέξη αναμαλλιάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεμαλλιασμένος
|