Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμαλλιάρης η αναμαλλιάρα το αναμαλλιάρικο
      γενική του αναμαλλιάρη της αναμαλλιάρας του αναμαλλιάρικου
    αιτιατική τον αναμαλλιάρη την αναμαλλιάρα το αναμαλλιάρικο
     κλητική αναμαλλιάρη αναμαλλιάρα αναμαλλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμαλλιάρηδες οι αναμαλλιάρες τα αναμαλλιάρικα
      γενική των αναμαλλιάρηδων των αναμαλλιάρικων
    αιτιατική τους αναμαλλιάρηδες τις αναμαλλιάρες τα αναμαλλιάρικα
     κλητική αναμαλλιάρηδες αναμαλλιάρες αναμαλλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναμαλλιάρης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αναμαλλιάρης, -α, -ικο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία