Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμαλλιάζω < λείπει η ετυμολογία

αναμαλλιάζω

  1. (μεταβατικό) ανακατώνω τα μαλλιά
  2. (αμετάβατο) ανατριχιάζω
  3. (αμετάβατο) (για ύφασμα) βγάζω χνούδι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία