αχτένιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχτένιστος < αρχαία ελληνική ἀκτένιστος
Επίθετο
επεξεργασίααχτένιστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν χτενίσει
- που δεν έχει χτενιστεί
- (μεταφορικά) για κείμενο που δεν τον έχουν επιμεληθεί γλωσσικά