↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχτένιστος η αχτένιστη το αχτένιστο
      γενική του αχτένιστου της αχτένιστης του αχτένιστου
    αιτιατική τον αχτένιστο την αχτένιστη το αχτένιστο
     κλητική αχτένιστε αχτένιστη αχτένιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχτένιστοι οι αχτένιστες τα αχτένιστα
      γενική των αχτένιστων των αχτένιστων των αχτένιστων
    αιτιατική τους αχτένιστους τις αχτένιστες τα αχτένιστα
     κλητική αχτένιστοι αχτένιστες αχτένιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχτένιστος < αρχαία ελληνική ἀκτένιστος

  Επίθετο

επεξεργασία

αχτένιστος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν χτενίσει
  2. που δεν έχει χτενιστεί
  3. (μεταφορικά) για κείμενο που δεν τον έχουν επιμεληθεί γλωσσικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία