• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κομμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομμός οι κομμοί
      γενική του κομμού των κομμών
    αιτιατική τον κομμό τους κομμούς
     κλητική κομμέ κομμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κομμός < αρχαία ελληνική κομμός < κόπτω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κομμός αρσενικό

  • (λογοτεχνία) είδος θρηνητικού τραγουδιού που αδόταν από τον χορό και τους πρωταγωνιστές αρχαίας τραγωδίας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κόβω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κομμός
  • αγγλικά : dirge (en), lament (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κομμός&oldid=5484229"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 07:44
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 07:44.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie