θρηνητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρηνητικός < αρχαία ελληνική θρηνητικός
Επίθετο
επεξεργασίαθρηνητικός
Συγγενικά
επεξεργασία- θρηνητικά
- θρηνητικώς
- → δείτε τη λέξη θρήνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρηνητικός
|
Δείτε επίσης : θρηνώδης |
θρηνητικός
|