θρηνητικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρηνητικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θρηνητικῶς < αρχαία ελληνική θρηνητικός. Συγχρονικά αναλύεται σε θρηνητικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίαθρηνητικώς
Πηγές
επεξεργασία- «θρηνητικός (& θρηνητικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «θρηνητικῶς» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .