δούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δούλα | οι | δούλες |
γενική | της | δούλας | — | |
αιτιατική | τη | δούλα | τις | δούλες |
κλητική | δούλα | δούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδούλα θηλυκό
- γυναίκα με την ιδιότητα του δούλου, σκλάβα
- (παρωχημένο λαϊκότροπο) η υπηρέτρια
- ※ Πήγαμε στο αρχοντικό του Βερνάρδου· μας έστρωσαν οι δούλες τραπέζι. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- → δείτε τη λέξη δουλικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά: η άξια νοικοκυρά, ενώ είναι κυρά στο σπίτι της, δουλεύει πολύ σκληρά (σαν να ήταν δούλα) για να διατηρεί το νοικοκυριό της σε άριστη κατάσταση