servante
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
servante (fr) θηλυκό
- η υπηρέτρια
- χαμηλό τραπέζι όπου τοποθετούνται τα πιάτα και τα ποτά για να διευκολυνθεί το σερβίρισμα του γεύματος σε μεγάλο τραπέζι που βρίσκεται δίπλα