Ετυμολογία

επεξεργασία
serviteur < δημώδης λατινική servitor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛʁ.vi.tœʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
serviteur serviteurs

serviteur (fr) αρσενικό

  1. ο υπηρέτης
     αντώνυμα: maître
  2. (μεταφορικά) (ειρωνικό) ο δούλος
     συνώνυμα: séide, valet
  3. στήριγμα για διάφορα χρήσιμα αντικείμενα
     συνώνυμα: valet