serviteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- serviteur < δημώδης λατινική servitor
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sɛʁ.vi.tœʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
serviteur | serviteurs |
serviteur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
serviteur | serviteurs |
serviteur (fr) αρσενικό