valet
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- valet < γαλατική *vassο, « υπηρέτης », που έδωσε το λαϊκό λατινικό vassellittus
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
valet (fr) αρσενικό
- ο υπηρέτης
- valet de chambre
- (μεταφορικά) ο δούλος
- il se comporte en valet - φέρεται δουλικά
ΠαροιμίεςΕπεξεργασία
- tel maître, tel valet - οι υπηρέτες παίρνουν τις συνήθειες των κυρίων τους
Επεξεργασία
Παλαιά γαλλικά (fro)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
valet αρσενικό