valetaille
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- valetaille < valet
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
valetaille | valetailles |
valetaille (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
valetaille | valetailles |
valetaille (fr) θηλυκό