Ετυμολογία

επεξεργασία
valetaille < valet

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /val.tɑj/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
valetaille valetailles

valetaille (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία