σκλάβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκλάβα | οι | σκλάβες |
γενική | της | σκλάβας | των | σκλαβών |
αιτιατική | τη | σκλάβα | τις | σκλάβες |
κλητική | σκλάβα | σκλάβες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκλάβα θηλυκό