• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σκλάβα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκλάβα οι σκλάβες
      γενική της σκλάβας των σκλαβών
    αιτιατική τη σκλάβα τις σκλάβες
     κλητική σκλάβα σκλάβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σκλάβα < σκλάβος + κατάληξη θηλυκού -α

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σκλάβα θηλυκό

  • θηλυκό του σκλάβος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σκλάβα
  • αγγλικά : slave (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκλάβα&oldid=5513460"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 15:41
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 15:41.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie