Δείτε επίσης: ερωτοδουλειά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρωτοδουλεία < αρχαία ελληνική ἔρως + δουλεία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐρωτοδουλεία θηλυκό