ερωτοδουλειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερωτοδουλειά | οι | ερωτοδουλειές |
γενική | της | ερωτοδουλειάς | των | ερωτοδουλειών |
αιτιατική | την | ερωτοδουλειά | τις | ερωτοδουλειές |
κλητική | ερωτοδουλειά | ερωτοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερωτοδουλειά θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερωτοδουλειά