γυναικοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γυναικοδουλειά | οι | γυναικοδουλειές |
γενική | της | γυναικοδουλειάς | των | γυναικοδουλειών |
αιτιατική | τη | γυναικοδουλειά | τις | γυναικοδουλειές |
κλητική | γυναικοδουλειά | γυναικοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγυναικοδουλειά θηλυκό (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό)
- ερωτοδουλειά που αφορά άνδρα, δηλαδή ερωτική περιπέτεια κάποιου αρσενικού
- σχετικο με γυναίκα, δημιουργημένο από γυναίκα, ταιριαστό σε γυναίκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυναικοδουλειά