Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδούλωση οι υποδουλώσεις
      γενική της υποδούλωσης* των υποδουλώσεων
    αιτιατική την υποδούλωση τις υποδουλώσεις
     κλητική υποδούλωση υποδουλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδουλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδούλωση < υπο-δουλώ(νω) + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποδούλωση θηλυκό

  1. η στέρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας ενός λαού ή ενός ατόμου, που έχει περιέλθει στην άμεση εξουσία και δικαιοδοσία κάποιου άλλου
    η υποδούλωση των Eλλήνων στους Tούρκους
  2. (μεταφορικά) η ολοκληρωτική υποταγή σε κάποιο πάθος με την ταυτόχρονη απουσία ενεργητικής αντίδρασης
    η υποδούλωση στο αλκοόλ

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία